πεννίζετο

πεννίζετο
το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη, πολλά είδη τού οποίου έχουν μεγάλη οικονομική σημασία, όπως λ.χ. το Pennisetum glaucum, γνωστό ως κεχρί τών μαύρων, τα σπέρματα τού οποίου αποτελούν βασική τροφή τού ανθρώπου σε πολλές περιοχές τής Γης, το Pennisetum clandestinum και το Pennisetum purpureum, που καλλιεργούνται ως κτηνοτροφικά φυτά, ενώ άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pennisetum < λατ. penna «φτερό» + λατ. seta «χοντρή τρίχα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”